Η μεταρρύθμιση «Καλλικράτης» συζητείται αυτό τον καιρό. Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο ως προς το περιεχόμενο του από τον πολύ γνωστό μας νόμο «Καποδίστριας». Γι’ αυτό και πολύ σωστά, ο καθ’ ύλη Υπουργός Εσωτερικών διεκδίκησε και επέβαλε ένα διαφορετικό όνομα για το συγκεκριμένο έργο, αντί για το «Καποδίστριας 2» με το οποίο είχαν αρχίσει να προαναγγέλλουν τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση κάποιοι προτρέχοντες δημοσιογράφοι και κάποιοι «ολιγαρκείς» πολιτικοί.
Από το όνομα στο περιεχόμενο
Η ονοματοθεσία ασφαλώς δεν αποσκοπούσε να συγκρίνει τις δύο ιστορικές προσωπικότητες, και δεν ήταν αυτή η πρόθεση από τους σύγχρονους «νονούς» των δύο μεταρρυθμίσεων…
Επελέγησαν ως σύμβολα τα συγκεκριμένα ονόματα, για να χαρακτηρίσουν το εγχείρημα κατά το περιεχόμενο τους. Ο Αλ. Παπαδόπουλος έκανε μία μεγάλη αλλαγή στο επίπεδο των Δήμων, τεράστια ως πρώτη. Αντιμετώπισε πολύ μεγάλες αντιδράσεις, τόσο από το πολιτικό προσωπικό της αυτοδιοίκησης εκείνης της εποχής, όσο και από το πολιτικό σύστημα, από όλα τα κόμματα της εποχής, χωρίς να εξαιρείται το ΠΑΣΟΚ. Τόσο μεγάλη αλλαγή δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν του νεότερου Ελληνικού Κράτους, παρεκτός της θεσμοθέτησης των πρώτων Δήμων της ελεύθερης Ελλάδας, από τον πρώτο Κυβερνήτη της Καποδίστρια. Εξ ου και το όνομα του σχετικού νόμου.
Τώρα με το σχέδιο «Καλλικράτης», έχουμε τις γενικές αρχές ενός μελλοντικού νόμου που εκτείνεται α) σε όλο το φάσμα της αυτοδιοίκησης (πρώτου και δεύτερου βαθμού) με διοικητικές και γεωγραφικές αλλαγές, β) στην αποκεντρωμένη Κρατική διοίκηση (με τις 7 υπερ-περιφέρειες που δημιουργούνται και οι οποίες θα διοικούνται από διορισμένους, όπως ήταν έως σήμερα οι 13 Περιφερειάρχες), γ) στην μεταναστευτική πολιτική, δ) στον εκλογικό νόμο για τις βουλευτικές εκλογές. Και αν τελικά όλα τα παραπάνω δεν ψηφισθούν μαζί, είναι βέβαιο ότι έχουν μελετηθεί ως σύνολο. Επιφέρει αλλαγές στην «αρχιτεκτονική» ενός πολύ μεγάλου μέρος του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα της διοίκησης, ενώ ενώνει «παλαιά σύνολα» σε νέα, μεγαλύτερα. Εξ ου και το όνομα, ως προς την ιδιότητα του Καλλικράτη ως αρχιτέκτονα του Παρθενώνα, ο οποίος όμως εργάστηκε και στα τείχη που οχύρωναν – ένωναν την αρχαία Αθήνα με τον Πειραιά.
Πρόκειται για ένα εγχείρημα που το πολιτικό δυναμικό τώρα, είναι περισσότερο έτοιμο για να το αποδεχθεί. Η πολιτική συγκυρία είναι περισσότερο βολική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αυτοδιοικητικές αλλαγές, δηλαδή χωρίς το μεταναστευτικό και τον εκλογικό νόμο. Είναι όμως πολύ δυσκολότερο να επιτύχει αυτή η μεταρρύθμιση στην πράξη. Όχι γιατί δεν έχει σχεδιαστεί καλά, στο μέτρο των αλλαγών που επιδιώκεται να επιφέρει με βάση τους πολιτικούς στόχους των σχεδιαστών του, αλλά εξαιτίας των αναγκών της Δημοκρατίας μας σε συνάρτηση με το διεθνές περιβάλλον, τη νοοτροπία που διέπει τη συμπεριφορά του υπάρχοντος πολιτικού δυναμικού της χώρας (αυτοδιοικητικού και εθνικού), τις υποδομές, την αλληλεπίδραση και αλληλοεπικάλυψη των εξουσιών στο εσωτερικό της χώρας και βεβαίως, την οικονομία.
Το «έχειν» και το «είναι»
Μόνο την εμπειρία μας έχουμε για να καταθέσουμε τη γνώμη μας επί του θέματος, η οποία προκύπτει από την δημοσιογραφική λειτουργία στην τοπική αυτοδιοίκηση επί δύο δεκαετίες και την παρακολούθηση σχεδόν όλων των συνεδρίων της ΚΕΔΚΕ (Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας) από το 1990 έως σήμερα.
Έτσι: α) Για να επιτύχει στην αποστολή του ένας Δήμος, δηλαδή να εξυπηρετεί τους δημότες του και να συντελεί αποτελεσματικά στην πρόοδο και ανάπτυξη του τόπου αναφοράς του, το πρώτο που χρειάζεται δεν είναι επιπλέον λεφτά. Το πρώτο, ήταν και είναι η ποιότητα και το επίπεδο του πολιτικού προσωπικού που αναλαμβάνει να τον διοικήσει. Αν ο Δήμαρχος και η «στενή» ομάδα που τον πλαισιώνει είναι άνθρωποι με πρακτικό μυαλό αλλά και όραμα, έχουν όρεξη για δουλειά και οργανωτική ικανότητα, είναι δίκαιοι, φιλαλήθεις και αποτελεσματικοί, τότε, όλα θα πάνε καλά. Θα βρεθούν και τα λεφτά. Αν δοθούν ή υπάρχουν, ακόμα καλύτερα.
β) Αν δεν έχει μεριμνήσει μία Κυβέρνηση, ένα κόμμα μεταρρυθμίσεων, να αναδείξει τέτοιου είδους πρόσωπα στην διοίκηση και στην αυτοδιοίκηση παίρνοντας τα από τον επαγγελματικό τους στίβο (και να εκπαιδεύει παράλληλα τις γενιές στελεχών του μέλλοντος στη νέα νοοτροπία), τότε οι όποιοι νόμοι θα κατασταθούν κενοί περιεχομένου, στην πράξη.
γ) Θεμελιώδες ζητούμενο της αυτοδιοίκησης ήταν και είναι η αποκέντρωση της εξουσίας στο σύνολο της. Κάθε σκέλους της που δεν είναι εθνικού χαρακτήρα και αφορά τα τοπικά ζητήματα. Δεν ήταν ποτέ ζητούμενο η ελεγχόμενη – μερική κατάτμηση της συγκέντρωσης της εξουσίας. Η Ελληνική Δημοκρατία σήμερα για να είναι σύγχρονη και αποδοτική για την κοινωνία και την οικονομία δεν χρειάζεται μόνο αιρετές Περιφέρειες και συνενωμένους Δήμους (οι οποίοι μάλιστα, πρέπει να έχουν ισχυρές υποδιαιρέσεις που να φτάνουν σε κάθε γειτονιά), χρειάζεται και η μεταβίβαση σ’ αυτούς τους οργανισμούς ολοκληρωμένων εξουσιών (από φόρους, μέχρι νόμους) οι οποίες δεν θα χρειάζονται τη συνέργεια ή την παρέμβαση του Κράτους για να ασκηθούν. Στο Κράτος πρέπει να παραμείνει μόνο η Εθνική Πολιτική κάθε τομέα και ο συντονισμός (όχι ο έλεγχος) των ελεγκτικών μηχανισμών κάθε βαθμίδας της δημόσιας διοίκησης.
δ) Η «αρχιτεκτονική» και γεωγραφική αλλαγή στην δημόσια διοίκηση και την αυτοδιοίκηση πρέπει να γίνεται με γνώμονα την βελτίωση της καθημερινής ζωής του πολίτη και τη βελτίωση και ανάπτυξη της Χώρας σε όλους τους τομείς. Όταν αυτό γίνεται επιτυχημένα, αποδίδει καρπούς και για τα δημοσιονομικά και την οικονομία στο σύνολο. Οι δύο τελευταίοι τομείς είναι μεν εξέχοντα μέρη, αλλά παραμένουν μόνο τμήμα ενός συνόλου αιτημάτων. Δεν μπορεί να προσδοκάται επιτυχημένη μεταρρύθμιση, όταν οι παράγοντες της οικονομίας (σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα) και μάλιστα σε συνθήκες πίεσης, καθορίζουν το είδος των αλλαγών στην «αρχιτεκτονική» και τη γεωγραφία της δημόσιας διοίκησης και της αυτοδιοίκησης.
Τα απτά αποτελέσματα, στην καλύτερη περίπτωση, θα είναι θετικά μόνο σε σκέλος των επιδιωκόμενων στόχων. Ενώ υπάρχουν και κίνδυνοι εκμετάλλευσης των μεγαλύτερων μονάδων που θα προκύψουν από μεγάλα συμφέροντα που σήμερα αδυνατούν να «εντοπίσουν» τις μικρές μονάδες.
Όχι στην υποτίμηση
της μεταρρύθμισης
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε με ένα παράδειγμα το τι έχει συμβεί (και τι θα συμβεί) στην αυτοδιοίκηση, από την εποχή του προγράμματος «Καποδίστριας» έως την σημερινή εποχή, του προγράμματος «Καλλικράτης» (περίπου 12 χρόνια).
Ο Αλ. Παπαδόπουλος πήρε την κατάσταση από τον «πρώιμο Μεσαίωνα» και μέσα σε ένα μήνα του 1997 μας μετέφερε στην «Αναγέννηση». Ο Γ. Ραγκούσης παραλαμβάνει από εκεί και μας μεταφέρει στον 20ο αιώνα «διαπερνώντας» την Γαλλική και Βιομηχανική Επανάσταση, τους Α’ και Β’ παγκόσμιους πολέμους κλπ.
Αυτά είναι – μεταφορικά – τα άλματα που έχει κάνει η χώρα μας, σε σύγκριση με τις χώρες που διαθέτουν προηγμένο σύστημα αυτοδιοίκησης το οποίο όμως «θεμελίωσαν» ομαλότερα τα τελευταία 200 – 250 χρόνια. Αυτών των χωρών οι πολίτες απολαμβάνουν σύγχρονες υπηρεσίες και οφέλη στις Περιφέρειες, στους Δήμους, στις γειτονιές με όρους 2010. Είναι βέβαιο ότι έχουμε ακόμα μία απόσταση να διανύσουμε, αλλά έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα για να έλθουμε πιο κοντά τους.